- αιμολυτικός
- -ή, -ό [αιμόλυση]1. αυτός που αναφέρεται στην αιμόλυση*2. (Παθολ.) αυτός που έχει ως αποτέλεσμα αιμόλυση3. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταστρέφει τα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμολυτικός ίκτερος — Ίκτερος που συνοδεύει αιμολυτικές αναιμίες. Οφείλεται σε αύξηση του ρυθμού παραγωγής της χολερυθρίνης που φτάνει σε ποσότητες τέτοιες, ώστε το φυσιολογικό ήπαρ να μην μπορεί να την προσλάβει και να την απεκκρίνει. Χαρακτηρίζεται από την αύξηση… … Dictionary of Greek
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
αιμολυτικός στρεπτόκοκκος — Μικρόβιο που προκαλεί τη λοιμώδη νόσο ερυσίπελας … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα … Dictionary of Greek